- συνεπαρχιώτης
- ο уроженец того же уезда
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
συνεπαρχιώτης — ο, θηλ. συνεπαρχιώτισσα Ν αυτός που κατάγεται από την ίδια επαρχία με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + επαρχιώτης. Η λ. μαρτυρείται από το 1839 στον Α. Φραντζή] … Dictionary of Greek